- κόλπος
- I
(Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές:1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος του φτάνει, κατά μέσο όρο, τα 10 εκ. Το πάνω άκρο περιβάλλει τον τράχηλο της μήτρας και σχηματίζει γύρω από αυτόν κυκλικό κόλπωμα. Το κάτω άκρο εκβάλλει στον πυθμένα του αιδοίου. Στις παρθένες γυναίκες, το κατώτερο στόμιό του φράσσεται από τον παρθενικό υμένα.κολπικός δακτύλιος. Εύκαμπτος δακτύλιος από σιλικόνη ή από άλλο υλικό που εισάγεται στον κόλπο για να στηρίξει τη μήτρα που παρουσιάζει πρόπτωση.κολπορραφή. Χειρουργική διαδικασία για τη ραφή του κόλπου με σκοπό τη στένωσή του.2. κ. καρδιάς. Βλ. λ. καρδιά.3. παραρρινικοί κ. Αεροφόροι χώροι ορισμένων οστών του σπλαγχνικού κρανίου.4. πλευρικός κ. Το κάτω όριο της κοιλότητας του υπεζωκότα.5. στεφανιαίος κ. Φλεβικό στέλεχος που δέχεται όλες τις καρδιακές φλέβες.6. φλεβώδεις κ. Φλεβώδεις σωλήνες εντοιχισμένοι στη σκληρή μήνιγγα, που δέχονται πολυάριθμες φλέβες.II(Γεωλ.). Τμήμα της θάλασσας που εισχωρεί βαθιά στην ξηρά. Οι υδρολογικές και υδροχημικές ιδιότητες του νερού ενός κ. είναι ίδιες με τις ιδιότητες του νερού από το οποίο προήλθε. Στους μεγαλύτερους κ. του κόσμου, που σχηματίζονται από ωκεανούς, περιλαμβάνονται οι κ. της Αλάσκα, της Βεγγάλης, της Γουινέας, της Αυστραλίας και ο Βισκαϊκός κ.(Νομ.) Στο διεθνές δίκαιο, τα νερά των κ. αποτελούν εσωτερικά ύδατα, που ανήκουν στην αιγιαλίτιδα ζώνη, το πλάτος της οποίας καθορίζεται από το πλάτος εισόδου του κ., με βάση τους διεθνείς κανονισμούς. Στη διάσκεψη της Γενεύης (1958) αποφασίστηκε ότι αν το άνοιγμα ενός κ. είναι έως 24 ναυτικά μίλια και οι ακτές ανήκουν σε ένα και μόνο κράτος, τότε τα νερά αυτού του κ. θεωρούνται εσωτερικά ύδατα του κράτους. Σε περίπτωση που οι ακτές ανήκουν σε δύο ή περισσότερα κράτη, τότε η περιοχή ελέγχου του καθενός καθορίζεται με αμοιβαίο διακανονισμό των ενδιαφερόμενων χωρών. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως εκείνη των ιστορικών κ. στους οποίους το κράτος είχε κυριαρχικά δικαιώματα από αμνημονεύτων χρόνων, το άνοιγμα δεν παίζει κανέναν ρόλο. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονται οι κ. του Μεγάλου Πέτρου στη Ρωσία και του Χάντσον στον Καναδά.
Φωτογραφία του Βισκαϊκού κόλπου, από δορυφόρο της NAΣA, τον Μάρτιο του 1990 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
* * *(I)ο (AM κόλπος)1. το μέρος τού σώματος από τη ζώνη ώς τον λαιμό, η αγκαλιά, ο κόρφος (α. «... στους μητρικούς κόλπους» β. «ἦν δὲ ἀνακείμενος εἶς ἐκ τῶν μαθητῶν... ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ», ΚΔγ. «παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα», Ομ. Ιλ.)2. το άμεσο περιβάλλον (α. «στους κόλπους τής οικογένειας» β. «ἐν κόλποις Ἀβραάμ» — στην αγκαλιά τού Αβραάμ, στον παράδεισογ. «ἐκ τῶν Πομπηΐου κόλπων ἄνθρωπον», Πλούτ.)3. βαθύ κοίλο όργανο τών θηλυκών θηλαστικών και ορισμένων ασπόνδυλων το οποίο χρησιμεύει κυρίως για την υποδοχή τών γεννητικών κυττάρων τού αρσενικού, αλλ. κολεός4. κοιλότητα διαφόρων οργάνων τού σώματος και κυρίως τής καρδιάς («οι κόλποι και οι κοιλίες τής καρδιάς»)5. το καμπυλωμένο λόγω τού στήθους μέρος τού ενδύματος («ὁπότερος ὑπὸ κόλπου ἔχει τὴν φιάλην», Λουκιαν.)6. μεγάλη εγκόλπωση τής ακτογραμμής στην οποία εισχωρεί η θάλασσα (α. «ο Σαρωνικός κόλπος» β. «κόλπος θαλάσσης ἐσέχων ἐκ τῆς Ἐρυθρῆς καλεομένης θαλάσσης», Ηρόδ.)αρχ.1. κάθε εσοχή2. πτυχή ή θυλάκιο ενδύματος (α. «κατακρύψασα ὑπὸ κόλπῳ», Ομ. Οδ.β. «πᾶς δ' ὑπό κόλπον χεῖρας ἔχων» — καθένας που έχει τα χέρια στις τσέπες, Θεόκρ.)3. κοιλάδα («Πιερικός κόλπος καλεῑται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ», Θουκ.)4. (για οχυρωμένη θέση) προεξοχή5. υποδόρια πυώδης πληγή6. φρ. α) «πτύω εἰς κόλπον» — φτύνω τον κόρφο μου για αποτροπή κακούβ) «τὰ ὑπό κόλπου» — συνουσίαγ) «κόλπος ἅρματος» — η βάση τού άρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κFόλπος, με αντιπροσώπευση τού *κF- (*kw) ως κ- αντί π- ανομοιωτικά: *κFόλπος> *πόλπος > κόλπος (πρβλ. και καπνός). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. σκανδ. hualf και αγγλοσαξ. hwealf «θόλος, καμάρα». Τη λ. με σημ. «τμήμα θάλασσας που εισχωρεί βαθιά στην ξηρά» δανείστηκε η μτγν. λατ. με τη μορφή colpus (colfus, golfus) και απ' αυτήν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. golfe). Η λ. ως α' συνθετικό με τη μορφή κολπο- απαντά σε αρκετούς σύνθετους όρους τής ανατομίας και ιατρικής με σημ. «κόλπος τής γυναίκας». Η λ. ως β' συνθετικό απαντά ως -κολπος, σπαν. δε και ως -κολπιος.ΠΑΡ. κολπώδης, κολπώνωαρχ.κολπάριον, κολπίας, κολπίτηςαρχ.-μσν.κολπίζωνεοελλ.κόλπιος, κολπίσκος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κολποειδήςαρχ.κολπαβρόςνεοελλ.κολπεκτομή, κολποβακτηρίδιο, κολποδυστροφία, κολποκήλη, κολπόκλειση, κολποκοιλιακός, κολποκυτταροδιαγνωστική, κολποπερινεοπλαστική, κολποπερινεορραφία, κολποπλαστική, κολπορραφία, κολποσκοπία, κολπόσπασμος, κολποτομία. (Β' συνθετικό) άκολπος, βαθύκολπος, δίκολπος, εγκόλπιος, εύκολποςαρχ.δύσκολπος, επικόλπιος, ευρύκολπος, ιόκολπος, μεγαλόκολπος, μελάγκολπος, μελανόκολπος, πολύκολπος, πρόκολπος, ροδόκολπος, υποκόλπιος, φιλόκολποςνεοελλ.ποταμόκολπος].————————(II)ο (Μ κόλπος)χτύπημα ή πόνος από χτύπημανεοελλ.1. αποπληξία2. φρ. «τού ήλθε κόλπος»α) έπαθε αποπληξίαβ) ξαφνιάστηκε από απρόοπτο γεγονός («μόλις έμαθε ότι ήταν ξαναπαντρεμένος, τής ήλθε κόλπος»μσν.τραύμα, πληγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colpo (< λατ. colaphus < κόλαφος)].
Dictionary of Greek. 2013.